- σοβάς
- σοβάς, ο και σουβάς, ο(λ. τουρκ.), ασβεστοκονίαμα: Οι Τούρκοι σκέπασαν με σοβά τις αγιογραφίες του ναού της Αγίας Σοφίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σοβάς — insolent fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. (για βάκχες και εταίρες) αυθάδης, αναιδής 2. είδος χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβῶ + κατάλ. άς, άδος]. (II) και σουβάς, ὁ, Ν (οικοδ.) (κν. ονομ.) το επίχρισμα τοίχου, αλλ. αμμοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siva] … Dictionary of Greek
σόβας — σόβᾱς , σόβη the solid part of a horse s tail fem acc pl σόβᾱς , σόβη the solid part of a horse s tail fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβά — σοβάς insolent fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβάδα — σοβάς insolent fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβάδας — σοβάς insolent fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβάδες — σοβάς insolent fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβάδι — σοβάς insolent fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμμοκονία — η (Α ἀμμοκονία) ο σοβάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + κονία] … Dictionary of Greek
αμμοκονίαμα — Τεχνητό συσσωμάτωμα, κατασκευασμένο με κόκκους άμμου, που συγκρατούνται με κάποιο συνθετικό υλικό, όπως το τσιμέντο ή ο ασβέστης. Το α. χρησιμοποιείται με τη μορφή πολτού για τη σύνδεση και συγκράτηση τούβλων, για την κατασκευή λιθοδομών ή και… … Dictionary of Greek